- ἐπαύετο
- ἐπαύωshout overimperf ind mp 3rd sg (doric)ἐπαύωshout overimperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)παύωmake to endimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπαύεθ' — ἐπαύετο , ἐπαύω shout over imperf ind mp 3rd sg (doric) ἐπαύετε , ἐπαύω shout over imperf ind act 2nd pl (doric) ἐπαύετε , ἐπαύω shout over pres imperat act 2nd pl ἐπαύετε , ἐπαύω shout over pres ind act 2nd pl ἐπαύεται , ἐπαύω shout over pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
Αλεξίου, Φίλος — (1788 – 1882) Λεπτοξυλουργός από τη Λαμία. Οι Τούρκοι τον υποχρέωσαν (1821) να φτιάξει τη σούβλα με την οποία σούβλισαν τον Αθανάσιο Διάκο. Σε άρθρο της τοπικής εφημερίδας της Λαμίας Φωνή του Λαού, στις 10 Απριλίου 1882, αναφέρεται… … Dictionary of Greek